Κάθε
πού πήγαινα στό χωριό μου παρατηροῦσα τό ἰδιαίτερο σπιτάκι στήν ἄκρα τοῦ κάμπου. Δέν ἐταίριαζε μέ τόν τόπο κι εἶχε πάντα τό παράθυρο καί τήν πορτα του κλειστή.
Ρωτώντας τίνος εἶναι ἔμαθα πώς ὁ νοικοκύρης
του ἤτανε δεύτερος ξάδερφός μου ἀπό τό σόϊ τοῦ πατέρα του. Οἱ παπποῦδες μας ἀδερφια.
Προχθές τόν συνάντησα ἀπέξω μιᾶς καί ὁ ἀμαξωτός περνᾶ ἀπό δίπλα του. Τό ἐπάγγελμα
του ἤτανε μουσικός. Δεξιοτέχνης στό βιολί
καί στό κλαρίνο. Εἶχα χρόνια νά τόνε δῶ μά ἐπειδή τά μάτια του εἶχαν τό κόψιμο
καί τό μπλέ τοῦ σογιοῦ μας, τόν γνώρισα. Εἶχε καί γένια καί μαλλιά καί θύμιζε ἀσκητή.
Σταμάτησα, ἀγκαλιαστήκαμε καί περίσεψε ἡ χαρά μας. Τό αἷμα νερό δέν γίνεται,
σκεφτόμουνα. Στή δεύτερη του κουβέντα ξαφνικά μέ ρωτᾶ· Εἶσαι εὐτυχισμένος
ξάδερφε ; Δόξα τῷ Θεῷ, καλά εἶμαι, ἀπάντησα ἀμήχανα καθώς ἡ ἐρώτηση δέν ἤτανε τῆς
ὥρας. Νά ξαναβρεθοῦμε εἴπαμε φεύγοντας κι εἶχα στόν νοῦ μου τήν ἑπόμενη
συνάντηση μας μέ ὄργανα, μιᾶς καί κάποτε παίζαμε στήν μπάντα μαζί· Παίζεις
βιολί ἀκόμη ; τονέ ρωτῶ.Τά ΄χω παραιτήσει ξάδερφε κι ἔχω χρόνια νά τά πιάσω. Καμμιά φορά θωροῦνε τά ὄργανα τά ἐγγόνια
μου καί μέ παρακαλοῦνε νά τούς παίξω, μά
δέν τ' ἀγγίζω. λέει. Πῶς κι ἔτσι ξάδερφε ; ξαναρωτῶ ἀπορώντας. Νά, ἡ γυναῖκα
μου μέ ζήλευε πού ἔπαιζα ὄργανα κι ἤμουνα εὐτυχισμένος. Ἀρρώστησε κι ὁ γιατρός
της μοῦ ΄πε νά τά παραιτήσω. Τά παραίτησα καί δέν ἔχω ὄρεξη νά τά ξαναπιάσω, εἶπε.
Κι ἡ γυναῖκα σου πώς εἶναι τώρα ; Καλά εἶναι,
ἀπάντησε. Τότες, ἔξαφνα κάνω τήν ἴδια ἐρώτηση ὅπως τήν ἔκανε κι αὐτός σ' ἐμένα· Ἐσύ ξάδερφε εἶσαι εὐτυχισμένος ; Ναί, τοῦ
λέει. Εὐτυχισμένος εἶμαι. Ἔρχομαι κι ἔχω τό σπιτάκι μου καί ἡσυχάζω, τό περβόλι
μου καί τό ποτίζω κι εἶμαι Γιάννη εὐτυχισμένος.
Τό μπλέ μάτια του ἤτανε ἑφτακάθαρα, διάφανα καί γαλανά ὡς τόν οὐρανό. Δόξα τῷ
Θεῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου