Ἠρθα Μάη μήνα στόν κόσμο μετά τόν ἐμφύλιο. Μικρός σάν ἤμουνα
ρωτοῦσα τή μάνα μου πότε γεννήθηκα κι ἐκείνη
μ' ἀπαντοῦσε· Ὅταν θρονιάζανε τήν Ἀνάληψη παιδί μου. Καί ἐννοοῦσε τήν ἐκκλησία τοῦ κοιμητηρίου τοῦ χωριοῦ μου. Πέμπτη γεννήθηκες, μοῦ 'λεγε, μά τότες δέν
ἤξερα ὅτι ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου μας ἤτανε πάντα Πέμπτη καί κινητή. Κι
ἐπειδή ὅλες οἱ ἑορτές μας εἴχανε τότες σχέση μέ τή ζωή τῶν ἁγίων οὐδέποτε ἀναρρωτήθηκα
μήτε καί μ' ἐνδιέφερε τί ἔγραφαν τά χαρτιά τοῦ δημοτολογίου γιά μένα. Ἤξερα ὅτι γεννήθηκα τῆς
Ἀναλήψεως.
Περάσανε τά χρόνια κι ἀξιώθηκα παιδιά. Κι ἡ γυναίκα μου ἑόρταζε
τά γενέθλιά τους γιατί ἔτσι κάνανε ὅλοι. Μπῆκε λοιπόν μιά ἑορτή στή ζωή μου πού
ἐγώ δέν γνώρισα μικρός. Μεγαλώσανε καί
τα παιδιά μου. Ψάξανε καί βρήκανε πότε γεννήθηκα καί μοῦ λέγανε χρόνια πολλά
πατέρα. Μά ἐγώ, εἶχα στό νοῦ μου τόν λόγο τῆς μάνας μου, τῆς Ἀναλήψεως γεννήθηκες γιέ μου,
καί τούς ἀπαντοῦσα πώς ἔχω γενέθλια τῆς Ἀναλήψεως. Φαίνεται λοιπόν νά πείστηκαν τά παιδιά μου μέ τή παραξενιά μου κι ἐχθές, τῆς
Ἀναλήψεως, ἡ κόρη μου ἡ μικρή, οἱ ἄλλοι λείπουνε, μοῦ ἔφερε ἐτοῦτο τό δῶρο ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν
παιδιῶν μου. Κι εἶδα τά γραμμένα ὀνόματα καί τά βρῆκα πολλά καί ἀγαπητά κι ἔνιωσα
πλούσιος γιατί τά παιδιά μου πληθύνανε κι ἄλλα μέ φωνάζανε παππού, ἄλλα πεθερέ,
ἄλλα πατέρα. Ἔτσι λοιπόν θαρρῶ πώς εἶμαι τυχερός πού γεννήθηκα τῆς Ἀναλήψως, τήν ὥρα
πού θρονιάζανε τήν ἐκκλησιά της στό κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ μου. Δόξα σοι ὁ Θεός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου