Ψαλμός 13ος ( σέ μεταγραφή)
1. Εἶπε κρυφά ὁ ἄφρονας, Θεός πώς δέν ὑπάρχει,
πώς ὅλοι καταντήσανε, κλέφτες, διεφθαρμένοι,
πώς δέν ὑπάρχει ἕνας πιά, νά κάνει ὅσα πρέπει.
2. Ἀπ’ τά οὐράνια ὁ Κύριος, ἔσκυψε τό κεφάλι,
νά δεῖ στήν γῆ, τσ’ ἀνθρώπους της, ἕνας ἄν θά ὑπάρχει,
ν’ ἀναζητᾶ τόν Κύριο, καί νἄναι στά καλά του.
3. Ὅλοι τους λοξοδρόμησαν, σάν τά ὠζά γενῆκαν,
καί δέν ὑπῆρχε ἕνας πιά, κάτι καλό νά κάνει.
Σάν τάφο, μαῦρο κι’ ἄραχνο, εἴχανε τό λαρύγγι,
ψευτιές καί δόλους ἔπλεκε, ἡ γλῶσσα τους στήν ζήση,
φαρμάκι ἐπετούσανε τά χείλη τους στόν κόσμο.
Κατάρες, πίκρες γέμιζε, τό στόμα τους τό μαῦρο,
τά πόδια τους βρωμούσουνε, τό αἶμα τῶν ἀνθρώπων,
κι’ ἀπό ‘που ἐπερνούσανε, τόν θάνατο σκορποῦσαν.
Στήν ζήση τους δέν
γνώρισαν, εἰρήνη μ΄ ἡσυχία,
κι’ οὔτε ὑπῆρχε τοῦ Θεοῦ, ὁ φόβος στήν καρδία.
4. Δέν τό γνωρίζουν
ὅλοι τους, π’ ἄνομοι καταντῆσαν,
πώς τρώγανε σάν τό ψωμί,τό δίκιο τοῦ λαοῦ μου,
καί μιά φορά δέν ζήτηξαν, τόν Κύριο στήν ζήση ;
5. Μά μιά στιγμή τρομάξανε, ἐκεῖ πού δέν σκιαζόταν,
ὁ Κύριος τούς ξέχασε,
καί διάλεξε δικαίους.
6. Ὅσους φτωχούς δέν λιώσατε, θέληση δέν ‘ποτάξαν,
καί ζούσανε οἱ δύστυχοι, μ’ ἐλπίδα τόν Θεό τους.
7. Ποιός θά μπορέσει
Κύριε, νά σώσει τόν λαό σου ;
Σάν τό θελήσει ὁ
Κύριος, τίς τύχες μας νά ἰσιώσει,
ὅλοι μας θά γιορτάσομε, κι' ὅλοι μας θά χαροῦμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου