Τήν ἄλλη ἀνάγνωση τῆς ἱστορίας θυμήθηκα
διαβάζοντας σέ μεταγραφή τόν ψαλμό τοῦ Δαυίδ.
Ψαλμός 2ος
1. Γιατί τά ἔθνη
ἀφήνιασαν, σάν ἀλογα ἀφρισμένα,
λαοί ἀναστατώθηκαν,
κι’ ἀναπαυμό δέν ἔχουν ;
2. Ὅλοι ξεσηκωθήκανε, τῆς γῆς οἱ βασιλιάδες,
κι’ ἄρχοντες
μαζευτήκανε, καί κρυφοκουβεντιάζουν,
ἐνάντια στόν
Κύριο, τόν μέγα βασιλιά του.
διάψαλμα
3. «Μ’ ὅσα
σκοινιά μᾶς δένουνε, ἐμεῖς θά τά χαλοῦμε,
κι’ ὅσους
ζυγούς μᾶς βάζουνε, ἐμεῖς θά τούς πετοῦμε».
4. Γελᾶ ὁ
Θεός πού κάθεται, στούς οὐρανούς καί βλέπει,
μαζί τους
παίζει καί κρυφά, τίς τύχες τους παιδεύει.
5. Τότε λαλεῖ
καί λέει τους, μέ λόγια ὀργισμένα,
καί μέ θυμό
ταράσσει τους, μέ τρόμο τούς πατάσει.
6. Ἐγώ ἀπ’ αὐτόν ἐχρίστηκα, κι’ ἔγινα βασιλέας,
στό ἅγιο τό ὅρος
του, στήν πόλη τήν Σιών του.
7. Καί θά μιλήσω καί θά πῶ, τό πρόσταγμα Κυρίου.
Εἶπε σ’ ἐμέ ὁ Κύριος, Ἐσύ ‘σαι ὁ Υἱός μου,
πού σήμερο σέ γέννησα, κι’ εἶσαι
μονογενής μου.
8. Ζήτα μου, κι' ἐγώ δίνω σου, κληρονομιά τά ἔθνη,
κι’ ἀπ’ ἄκρη σ’
ἄκρου ὅλη γῆς, δικό σου βιλαέτι.
9. Μέ κραταιά τήν ράβδο σου, ἐκείνους θά ποιμάνεις,
σάν τό σταμνί πού θραύεται, ἔτσι θά τούς συντρίψεις.
10. Σεῖς βασιλιάδες βλέπετε, κι’ ἄρχοντες
νά θωρεῖτε,
ὅλοι ἐσεις πού κρίνετε, τήν γῆ καί τήν
μετρεῖτε.
11. Μέ φόβο νά δουλεύεται, τά ἔργα τοῦ Κύριου ,
μέ τρόμο νά ἀγάλλεσθε, μήν τύχει καί χαθεῖτε.
12. Μέ φόβο, καί μέ σύνεση, τόν Κύριο
δεχθεῖτε,
μήν ὀργιστεῖ καί σβύσει σας, καί
μοναχούς ἀφήσει,
γιατί δέν ξέρεις τήν στιγμή, πού
φτάνει ὁ θυμός του.
Εἶναι εὐτυχεῖς πού ἐλπίζουνε, σ’ αὐτόν καί καταφεύγουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου