Ὅσο γυρίζει ὁ καιρός,
θαρρῶ,
πώς συνεχῶς τά ροῦχα μου ἀλλάζουν.
Κι εἶμαι ντυμένος μοναχός
σά τόν ἀληθινό πού δέν φορεῖ τά μαῦρα.
Σάν ἴσκιος νιώθω πού περνᾶ,
σά στάλα διψασμένου.
Καί ξεθωριάζω σά γραμμή
πού ὁ χρόνος τήνε σβήνει
σιγά σιγά.
Ἔτσι βουβά ἀλαργαίνοντας
δέν θά μ' ἀναζητήξουν.
Θά μείνω μόνο ὑπόμνηση,
πώς νά,
ἐπέρασε κι ἐχάθη
σέ τόπους ἄλλως
αἰσθητούς.
αἰσθητούς.
Στόν φίλο μου Γιώργη Σιδερῆ.
Υπέροχο.Αληθώς Ανέστη ο Κύριος
ΑπάντησηΔιαγραφή