Κάθε φορά πού πηγαίνω στήν Μ. Ἀπεζανῶν , θαρρῶ πώς βγάνω φτερά ὅσο ἀνεβαίνω νά φτάξω. Δέν χορταίνω τήν ὀμορφιά τοῦ τόπου, τό φῶς τοῦ οὐρανοῦ. Σταματῶ πολλές φορές καί ξανοίγω, καί φωτογραφίζω, καί κινηματογραφῶ. Μά πώς νά ἀποτυπωθεῖ τέτοιο κάλλος. Τό ἴδιο ἔγινε καί προχθές. Καί θυμήθηκα τόν προοιμιακό σέ μεταγραφή στήν γλῶσσα τοῦ τόπου μου. Τί ἄλλο ;
2. Ντύνεται φῶς,
ὁ Κύριος, κι’ ἀστράφτει ἡ θωριά του,
κόβει καί
ράβει οὐρανό, καί κάνει φορεσιά του.
3. Τά οὐράνια
παλάτια του, μές στό νερό τά στέκει,
καβαλικεύγει ἀνέφαλα,
κι’ ὅταν τό θέλει φεύγει.
Φτεροῦγες ἔχει
τσ’ ἄνεμους, στά ὕψη νά διαβαίνει.
4. Ἔπλασε
τούς ἀγγέλους του, πνεύματα νά τοῦ ψάλλουν,
φλόγες φωτιᾶς
τούς λειτουργούς, λαμπρούς νά τόν δοξάζουν.
5. Αὐτός τηνέ
ἐστερέωσε, τήν γῆ του μέ θεμέλια,
δίχως νά
γέρνει, νά κρατεῖ, αἰῶνες σέ κερκέλια.
6. Νερά τσ’ ἀβύσου
ἔντυσε, ὁλόκληρη τήν γῆ του,
ψηλά βουνά ἐγίνανε,
κι’ ἄγγιξαν τήν σκηνή του.
7. Φωνιάζεις
κι’ ὅλα φεύγουνε, κι’ ἀδειάζουνε τόν τόπο,
μοιάζει ἡ
φωνή σου τῆς βροντῆς, πού φέρνει μόνο τρόμο.
8. Ψηλά ἀνεβάζεις
τά βουνά, πεδιάδες κατεβάζεις,
κι’ ἐκεῖ πού
τά στερέωσες, νά μείνουν διατάζεις.
9. Τά σύνορα
πού ὅρισες, ποτέ δέν τά περνοῦνε,
οὔτε καί θά
γυρίσουνε, στήν γῆ νά τήν πατοῦνε.
10. Κάνει
πηγές νά τρέχουνε, ἠχοῦνε τά φαράγγια,
καί
κελαρύζουν τά νερά, στά ὅρη καί στά ρυάκια.
11. Θεριά καί ζῶα τῶν ἀγρῶν, πίνουν καί ξεδιψοῦνε,
11. Θεριά καί ζῶα τῶν ἀγρῶν, πίνουν καί ξεδιψοῦνε,
πίνουνε καί οἱ
γάϊδαροι, στήν κάψα μήν χαθοῦνε.
12. Ἔρχονται
τά πετούμενα, καί κάνουν τίς φωλιές τους,
πάνω στίς
πέτρες κάθονται, καί λένε τίς χαρές τους.
13. Μέ τήν
βροχή τοῦ οὐρανοῦ, ποτίζεις τά βουνά σου,
τήν γῆ
χορταίνεις μέ καρπούς, ποὔχεις ζερβόδεξά σου.
14. Φυτρώνεις
χόρτα καί βλαστούς, τά κτήνη νά ταίζεις,
στάρι νά
κάνουνε ψωμί, οἱ ἀνθρώπους πού στηρίζεις.
15. Κρασί πού
εὐφραίνει τήν καρδιά, λάδι πού ὀμορφαίνει,
ψωμί πού
στένει τήν ζωή, κι’ ἅμα πεινᾶς χορταίνει.
16. Μέ τήν
βροχή ποτίζεται, κάθε δεντρί τοῦ κάμπου,
οἱ κέδροι πού
ἐφύτεψες, στά ὅρη τοῦ Λιβάνου.
17. Στούς
κλώνους τά πετούμενα, κάνουνε τίς φωλιές τους,
καί πιό ψηλά
οἱ πελαργοί, κτίζουν τίς κοιμηθιές τους.
18. Στά ὅρη, στά
ψηλά βουνά, ἐλάφια μόνο ζοῦνε,
ἐκεῖ στίς
πέτρες, οἱ λαγοί, πηγαίνουν νά κρυφτοῦνε.
19. Μέ τό
φεγγάρι Κύριε, μετρᾶς τονέ τόν χρόνο,
ὁ ἥλιος ξέρει
μόλις βγεῖ, τῆς δύσης του τόν τόπο.
20. Σκοτίδι σπέρνεις
στόν ντουνιᾶ, μέ νύχτα τονέ ντύνεις,
ὦρα νά βγοῦν τ’
ἀγρίμια σου, στό δάσος πού τ’ ἀφήνεις.
21. Βρυχοῦνται
λιονταρόπουλα, ψάχνουν τό φαγητό τους,
σάν νά ζητοῦνε
τοῦ Θεοῦ, κι’ αὐτά τό μερτικό τους.
22. Βγαίνει ὁ
ἦλιος τό πρωί, μεσουρανεῖ στόν κόσμο,
κι’ ὅλα τά ‘ζά
κοιτάσουνε, στῆς μάντρας τους τόν τόπο
23. Ταχιά,
πρωί ὁ ἄνθρωπος, πορίζει καί δουλεύγει,
σπέρνει
θερίζει ὁλημερίς, μά κάθε ἀργά μερεύγει.
24. Μεγάλα εἶν’
τά ἔργα σου, Κύριε, κι’ ὅτι κτίζεις.
Στόν κόσμο ὅτι ἔπλασες, ἔγινε μέ σοφία,
μέ κτίσματα ἐγέμισες,
τήν γῆ σου τήν ἁγία.
25. Να, τήν
μεγάλη θάλασσα, τόν κόσμο πού σκεπάζει,
μιλιοῦνι ζοῦνε
μέσα της, ζῶα, ἐρπετά κουράδι.
26. Καράβια γοργοτάξιδα,
σκίζουνε τά νερά της,
κι’ ὁ
δράκοντας πού ἔπλασες, πηδᾶ στά κύματά της.
27. Ἐσένα ἔχουνε
στόν νοῦ, νά ‘ρθεῖς νά τά ταίσεις,
τῆς κτίσης
σου τά πλάσματα, ποτέ μήν τά στερήσεις.
28. Θά
τρέξουν νά τά πάρουνε, γρήγορα τά καλά σου.
Τήν χέρα ἀνοίγεις
καί σκορπᾶς, στόν κόσμο ἀγαθά σου.
29. Τό
πρόσωπό σου χάνουνε, καί τρέμουν ἀπό φόβο.
Ἅμα τούς
παίρνεις τήν πνοή, χάνουνε τήν ζωή τους,
στό χῶμα ἀποῦ
τσί ‘πλασες, γυρίζει ἡ ψυχή τους.
30. Καί
ξαναστέλνεις τήν πνοή, κι’ ὅλα ξαναγενιοῦνται,
κι’ ἡ γῆς σου
ὅλη χαίρεται, λουλούδια ξανανθοῦνε.
31. Ἡ δόξα τοῦ
Κυρίου μας, αἰῶνες ἄς βαστάξει,
γιά νά χαρεῖ ὁ
Κύριος, τά ἔργα του στήν πλάση.
32. Τήν γῆ
ξανοίξει μιά βολά, καί κάνει την καί τρέμει,
κι’ ὅταν ἀγγίζει
τά βουνά, καπνίζει τα ἅμα θέλει.
33. Κάθε στιγμή ἐδῶ στήν γῆ, ὑμνῶ τόν Κύριό μου,
κι’ ὧστε νά ζῶ στήν κτίση του, δοξάζω τόν Θεό μου.
34. Μακάρι
κάθε σκέψη μου, χαρά νά τόν γεμίζει,
μαζί κι’ ἐγώ
θά χαίρομαι, σάν ὁ Θεός μ’ ἀγγίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου