Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Α' ΝΗΣΤΕΙΩΝ Καθαρή Δευτέρα

                               

                         Κάθισμα 18ον - Ἀναβαθμοί  

Τό 18ο κάθισμα τοῦ ψαλτηρίου ἀποτελεῖται ἀπό δεκαπέντε ὠδές (119 - 133),  καί διαβάζεται κατά  τήν λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἔχουν ὅλοι τόν τίτλο «Ὠδές τῶν ἀναβαθμῶν». Ἡ πλέον πιθανή ἐρμηνεία εἶναι τό γεγονός ὅτι παρατηρεῖται  στούς ἀναβαθμούς ἕνας κλιμακωτός, προοδευτικός ρυθμός ἐκφράσεων καί σκέψεων πού μοιάζει μέ  σκαλοπάτια σκάλας. Μά μπορεῖ καί νά ἔχουν μιά ἱστορική διάσταση, καθώς προφητεύουν τήν ἀνάβαση τῶν σκλάβων Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Βαβυλώνα στήν Ἰερουσαλήμ, τήν πατρίδα τους. Ὅλοι ἀρχίζουν μέ μιά κραυγή - δέηση τῶν σκλάβων πρό τόν Θεό καί τελειώνουν μέ τήν ἀποκατάστασή τους στό Ἰσραήλ.  Ἄλλοι  ὑποθέτουν ὅτι τούς ψαλμούς αὐτούς, τούς ἔλεγαν τά καραβάνια τῶν προσκυνητῶν πρός τήν Ἰερουσαλήμ. Ἐπειδή στίς αὐλές τοῦ ναοῦ  ὑπάρχουν  δεκαπέντε βαθμίδες,  ὑποθέτουν ὅτι οἱ λευίτες ἔψαλλαν ἀνάλογο ὗμνο σέ κάθε βαθμίδα.
Σημειώνεται ὅτι ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης χρησιμοποίησε  τούς ἀναβαθμούς καί ἐμελούργησε τούς ψαλλομένους τήν Κυριακή ἀναβαθμούς τῆς ὀκτωήχου.  Σέ κάθε ἦχο (πρῶτο, δεύτερο,τρίτο, τέταρτο) ἐμελούργησε τρεῖς ψαλμούς τῶν ἀναβαθμῶν δηλ. δώδεκα. Σέ κάθε δέ ἀντίφωνο ἐμελώδησε ἕναν ἀναβαθμό. Ἐπειδή κάθε ἦχος ἔχει τρία ἀντίφωνα, οἱ τέσσερεις ἦχοι περιέχουν δώδεκα ἀναβαθμούς. Τούς ἴδιους ἀναβαθμούς ἐμελούργησε καί γιά τούς τέσσερεις πλαγίους ἤχους, ἀρχίζοντας ἀπό τόν πρῶτο ἀναβαθμό καί ἀπό τόν πλάγιο τοῦ πρώτου ἤχου.  Τούς δύο ἀπό τούς ἀναβαθμούς, τόν τοῦ «Μνήσθητί, Κύριε, τοῦ Δαβίδ» καί τόν τοῦ «Ἰδού δή εὐλογεῖτε τόν Κύριον» δέν τούς χρησιμοποίησε, τόν δέ «Ἰδού δή τί καλόν ἥ τί τερπνόν», τόν μοίρασε στά δύο καί τόν πρόσθεσε στόν πλάγιο τοῦ τετάρτου, καί ἔκανε ἔτσι τέσσερα ἀντίφωνα. 
Ὁ ὅσιος Νικήτας Στηθάτος, μαθητής τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου ἐρμηνεύει ἐπίσης τούς ἀναβαθμούς καί μεταξύ τῶν ἄλλων παραθέτει τά παρακάτω· «Ἕως μέν εἰς ἀνίσους ἑτερότητας καί στάσεις διασκίδναται, (διασκορπίζω), ἡμῶν ἡ γνώμη καί πρός ἑαυτήν στασιάζει τοῖς πάθεσιν ψυχή, κινουμένη παρά φύσιν αὐτῆς δυνάμεων, οὐ δύναται ᾄδειν ᾠδήν καθαράν τῷ Θεῷ μεθ’ ὑψηλῶν ἀναβάσεων τῆς καρδίας· ‘’Πῶς, γάρ φησίν, ἄσωμεν ὠδήν Κυρίου ἐπί γῆς ἀλλοτρίας ;‘’ ἤγουν ἐπί καρδίας ὑπό παθῶν κρατουμένης ; Γῆ γάρ ὀνομάζεται τροπικῶς ἡ καρδία, ᾠδή δέ ἐστιν ἡ ἀδομένη παρ’ ἡμῶν τῷ Θεῷ· ἡ καθαρά προσευχή, ἥτις ἐν  γῇ ἐπιλελησμένῃ, ἥτοι ἑμπαθεστάτῃ καρδίᾳ, οὐκ  ἔχει χώραν ἄδεσθαι τῷ Θεῷ· ἀναβαθμοί δέ αἱ ἀναβάσεις εἰσί τῆς καρδίας, αἱ προκοπαί τῆς ψυχῆς· ὁπηνίκα οὖν ὁ νοῦς ἡμῶν τῶν δεσμῶν ἀπολυθεῖς καί τῆς πικρᾶς ἐκείνης αἰχμαλωσίας τῶν Βαβυλωνίων Δαιμόνων διά τῆς τοῦ Πνεύματος παρουσίας ἐπάνοδον ποιεῖται πρός τήν προτέραν αὖθις εὐγένειαν· τηνικαῦτα προανατάσσεται, ἤτοι προευπρεπίζεται ἰδεῖν τήν νοητήν Ἰερουσαλήμ, ἐν τῷ καθαρῶς ᾅδειν τῷ Θεῷ καί προσεύχεσθαι».
Ὁ Χρυσόστομος ἐπίσης παρατηρεῖ· «Πῶς ἀπηλλάγησαν τῆς αἰχμαλωσίας οἱ  Ἰουδαῖοι ; τῷ πόθῳ τῶν Ἰεροσολύμων· ὡς οἱ γε μή τοῦτο κατορθώσαντες οὐδέν  ἀπό τῆς τοῦ Θεοῦ χάριτος ἐκέρδανον, ἀλλ’ ἐναπέμειναν τῇ δουλείᾳ καί ἐναπέθανον· καί ἡμεῖς,  ἐάν  μή  τῷ  τῶν οὐρανίων ἔρωτι  κατασχεθῶμεν καί τῆς ἄνω Ἰερουσαλήμ, ἀλλά τῷ παρόντι βίῳ προσηλωθῶμεν,  οὐ δυνησόμεθα τήν πατρίδα ἀπολαβεῖν».



                     Ψ Α Λ Μ Ο Σ  119ος
                      Ὠδή τῶν ἀναβαθμῶν

Στίς θλίψεις καί στά βάσανα, τόν Κύριο ζητοῦσα,
κι' ἄκουγε πού τού φώναζα, κι' ἄκουγε πού πονοῦσα.
2. Ἀπό τά χείλια τ' ἄδικα, Θέε μου, νά μέ λυτρώσεις,
τήν ψακωμένη γλῶσσα τους, κόψε την νά μέ σώσεις.
3. Πῶς θά μπορέσεις, Κύριε, νά τοῦ τά ξεπληρώσεις,
μέ τόσα αἴσχη ποὔπε 'ναι, πῶς νά τονέ γλυτώσεις ;
4. Μόνο τά βέλη τοῦ Θεοῦ, πού τἄχει ἀκονισμένα,
ἤ νά τόν κάψει στήν φωτιά, μέ ξύλα ξεραμένα.
5. Ἀλοίμονο, ἐμάκρυνε, στά ξένα ἡ διαμονή μου,
καί στήν Κηδάρ ἐξώμενα, χρόνια μέ τήν σκηνή μου.
6. Καιρούς πολλούς στήν ξενητειά,ἤζησα στήν ζωή μου.
7. Εἰρήνη εἶχα στήν καρδιά, μά ἐκεῖνοι μέ μισοῦσαν·
κι’ ἄν θά μιλοῦσα δίπλα τους, πάλι θά μέ φθονοῦσαν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου