Ψαλμός 49ος
7. Ἄκου, λαέ
μου, τί θά πῶ, τί θά σοῦ φανερώσω,
σέ ἐξορκίζω, ὁ
Θεός, νά δεῖς πῶς θά σέ σώσω·
Θεός σου εἶμαι,
ὁ Κύριος, ἐγώ θά σέ λυτρώσω.
8. Δέν σέ μαλώνω
πώς ξεχνᾶς, θυσίες νά μοῦ φέρεις,
γιατί θωρῶ πόσα σφαχτά, κάθε φορά προσφέρεις,
9. Δέν θέλω ἀπό
τό σπίτι σου, τά σιτευτά μοσχάρια,
οὔτε κριγιούς
μπροστάρηδες, τούς πρώτους στά κοπάδια.
10. Τ’ ἀγρίμια στά
ρουμάνια σας, ἐγώ τά ἀφεντεύω,
κτήνη καί
βόδια στά βουνά, ζοῦνε τό ποῦ τό θέλω·
11. Ὅσα
πετούμενα θωρεῖς, ὅλα τους τά γνωρίζω,
τήν ὀμορφιά τῆς
φύσης μου, ἐγώ τήν κανονίζω.
12. Ὅταν πεινάσω
δέν θά πῶ, σ’ ἐσένα τί θά φάω·
δικός μου εἶναι
ὁ ντουνιᾶς, κι’ ὅτι θωρεῖς ἀπάνω.
13. Θαρρεῖς πώς
τρώγω ἅμα πεινῶ, κρέατα ἀπό ταύρους,
ἤ ξεδιψῶ τήν
δίψα μου, μέ αἶμα ἀπό τούς τράους ;
14. Θυσίες φέρε
στόν Θεό, μόνο τσ’ εὐχαριστίες,
κι’ ὅτι χρωστᾶς
στόν Ὕψιστο, δῶσε το εὐλογίες·
15. Κάθε στιγμή
πού θλίβεσαι, ἐμένα νά φωνάζεις,
ἐγώ σοῦ εἶμαι ὁ λυτρωτής, μά ἐσύ νά μέ δοξάζεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου