Στόν Κύριο ἐπίστεψα· κι ὅμως μοῦ λένε ὅλοι·
γιάντα δέν φεύγεις σάν πουλί, δέν πᾶς νά ζεῖς στά ὅρη ;
Δέν βλέπεις πού οἱ ἄνομοι τό τόξο τους τεντώνουν,
κι ἔχουν στήν θήκη ἕτοιμα τά βέλη καί σκοτώνουν
τσ' ἁγίους, θεοσκότεινα, καί δέν τό μετανοιώνουν.
Κι ὅ,τι καί νά ‘κτιζες ἐσύ ἐκεῖνοι τό χαλοῦσαν·
ἰντά 'φταιξε ὁ δίκαιος κι ἐτσά τόν κυνηγοῦσαν ;
Τήν κατοικιά
του ὁ Κύριος, τήν ἔχει στόν ναό του·
τόν θρόνο του
πού κάθεται, ψηλά στόν οὐρανό του.
Τά μάτια του
ξανοίγουνε πάντα τούς πεινασμένους,
τά βλέφαρά
του στούς θνητούς νά βροῦν τούς πονεμένους.
Χώρια τούς
βάζει ὁ Θεός, τσ’ ἀνόμους καί τσ’ ἀγίους,
ὅποιοι ἀγαποῦνε
τ’ ἄδικο πρῶτα μισοῦνε τσ' ἴδιους.
Στ’ ἁμαρτωλούς
ὁ Κύριος, στένει κρυφές παγίδες,
φωτιά καί
θειάφι τούς πετᾶ καί στέλνει καταιγίδες,
τοῦτα θά
πάρουν μερτικό καί δίκιες τιμωρίες.
Δίκαιος εἶναι ὁ Θεός, μ' ἀγάπη πάντα κρίνει,
τό πρόσωπό
του νά τό δοῦν, τίμιους μόνο ΄φήνει.
Ψαλμός 10ος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου